- ὑψίκερω
- ὑψίκερω̆ , ὑψίκερωςmasc/fem/neut nom/voc/acc dualὑψίκερω̆ , ὑψίκερωςmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑψίκερων — ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως masc/fem/neut gen pl ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως masc/fem acc sg ὑψίκερω̆ν , ὑψίκερως neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑψίκερως — ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως adverbial ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως masc/fem nom pl ὑψίκερω̆ς , ὑψίκερως masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράορος — και συνηρ. τ. τέτρωρος, ον, ΜΑ 1. το ουδ. ως ουσ. το τέτρωρον α) τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) η άνω επιφάνεια τού αστραγάλου 2. φρ. α) «τετράοροι ἵπποι» τέσσερεις ίπποι συνεζευγμένοι β) «τετράορον ἅρμα» το τέθριππο αρχ. τετράποδος («ὑψίκερω… … Dictionary of Greek
υψίκερως — ων, Α αυτός που έχει ψηλά κέρατα («ὑψίκερω... φάσμα ταύρου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κερως (< κέρας, ατος), πρβλ. ὀρθό κερως] … Dictionary of Greek